- αποσπαδιον
- ἀποσπάδιονἀπο-σπάδιοντό кусочек Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσπάδιον — ἀποσπάδιος torn off masc acc sg ἀποσπάδιος torn off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδεος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών τής κεντρικής και νότιας Ευρώπης, τής οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη… … Dictionary of Greek